- υποαπασχολούμαι
- -έομαι, Ν(κοινων.-οικον.) βρίσκομαι σε κατάσταση υποαπασχόλησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + απασχολούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποαπασχολούμαι — βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποαπασχόληση — η, Ν [υποαπασχολούμαι] 1. (κοινων.) απασχόληση τής εργατικής δύναμης τών εργαζομένων για διάστημα μικρότερο από το κανονικό ωράριο και κατά τρόπο μη συστηματικό, με ανάλογο περιορισμό τών αποδοχών («τα δύο τελευταία χρόνια παρουσίασε αύξηση και η … Dictionary of Greek